- Νησιάδεια
- Νησιάδεια, τά, festival at Delos, Inscr.Délos366 A134 (iii B.C.):— sg. [suff] Νήρ-ειον, τό, name of a fund, ib.290.139 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Νησιάδεια — Νησιάδεια, τὰ (Α) 1. εορτή που τελούσαν οι αρχαίοι στη Δήλο 2. (στον εν.) τὸ Νησιάδειον ονομασία ενός κληροδοτήματος στη Δήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + κατάλ. άδεια (< άδης) με ι αναλογικό προς τα νησιώτης, νησίαρχος] … Dictionary of Greek